- υπερακριβης
- ὑπερακριβήςὑπερ-ακρῑβής2перен. в высшей степени точный или тонкий
τὸ ὑπερακριβές Luc. — величайшая тонкость
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὸ ὑπερακριβές Luc. — величайшая тонкость
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερακριβής — ές / ὑπερακριβής, ές, ΝΑ απόλυτα ακριβής … Dictionary of Greek
ὑπερακριβές — ὑπερακρῑβές , ὑπερακριβής exceedingly exact masc/fem voc sg ὑπερακρῑβές , ὑπερακριβής exceedingly exact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek